- ξυστά
- επίρρ. βλ. ξυστός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξυστά — επίρρ. τοπ., από πολύ κοντά, ξώπετσα, ξώδερμα, ξέσκουρα, ξώφαλτσα: Η σφαίρα πέρασε ξυστά από το κεφάλι μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυστά — ξυστόν shaved neut nom/voc/acc pl ξυστός 1 shaved neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυστάσει — ξυστά̱σει , συνίστημι BJ Prooem. aor subj act 3rd sg (epic doric) ξυστά̱σει , συνίστημι BJ Prooem. fut ind mid 2nd sg (doric) ξυστά̱σει , συνίστημι BJ Prooem. fut ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυστασῶν — ξυστᾱσῶν , συνίστημι BJ Prooem. aor part act fem gen pl ξυστᾱσῶν , συνίστημι BJ Prooem. fut part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυστάσεις — ξυστά̱σεις , συνίστημι BJ Prooem. aor subj act 2nd sg (epic doric) ξυστά̱σεις , συνίστημι BJ Prooem. fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυστάς — ξυστά̱ς , συνίστημι BJ Prooem. aor part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυστάσης — ξυστά̱σης , συνίστημι BJ Prooem. aor part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυστός — Πάπας της Ρώμης. Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αθήνα. Ήταν πολύ μορφωμένος και έγινε πάπας Ρώμης με το όνομα Σίξτος B’ (257 – 258). Αναφέρεται ότι μαρτύρησε στις 6 Αυγούστου επί Δεκίου (249 –… … Dictionary of Greek
γράβδην — επίρρ. (Μ) [γράφω] ξυστά, γρατζουνιστά … Dictionary of Greek
επιγράβδην — ἐπιγράβδην (Α) επίρρ. 1. ξυστά, εξώδερμα («τῷ δ ἑτέρῳ μιν πῆχυν ἐπιγράβδην βάλε χειρὸς δεξιτερῆς», Ομ. Ιλ.) 2. με μορφή γραμμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γράβ δην (< γράφω)] … Dictionary of Greek